περτς

περτς
το, Ν
μετρολ. βρετανική μονάδα μήκους, ισοδύναμη με 5,5 γιάρδες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Βένετο — I (Veneto ή Venézia Euganea). Ιστορική και διοικητική περιφέρεια (18.365 τ. χλμ., 4.487.560 κάτ. το 2000) της ΒΑ Ιταλίας, στο ΒΑ γεωγραφικό διαμέρισμα της χώρας. Διοικητικά αποτελείται από επτά επαρχίες: Μπελούνο, Πάντοβα, Ροβίγκο, Τρεβίζο,… …   Dictionary of Greek

  • Μπέμερ, Γιόχαν Φρίντριχ — (Jochann Friedrich Bohmer, Φρανκφούρτη 1795 – 1863). Γερμανός ιστορικός και διπλωμάτης. Διετέλεσε διευθυντής της βιβλιοθήκης της ιδιαίτερης πατρίδας του (1830 63) και των ιστορικών μνημείων της Γερμανίας (1823 44) μαζί με τον Γ. X. Περτς. Το… …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”